σαγματάριος

σαγματάριος
-ον, Μ
φρ. «σαγματάριος ἵππος» — ίππος που μεταφέρει φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. μηχαν-άριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”